- λεπτυντικωτέρα
- λεπτυντικωτέρᾱ , λεπτυντικόςoffem nom/voc/acc comp dualλεπτυντικωτέρᾱ , λεπτυντικόςoffem nom/voc comp sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λεπτυντικώτερα — λεπτυντικός of neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτυντικωτέραν — λεπτυντικωτέρᾱν , λεπτυντικός of fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)